χειρουργικός

χειρουργικός
χειρ-ουργικός, ή, όν, zum Arbeiten oder Ausüben mit den Händen, zur Handarbeit gehörig, geschickt, praktisch; τὸ χειρουργικὸν μέρος τῆς μουσικῆς, der ausübende Teil der Musik. Bes. zum Wundarzt u. zu seiner Kunst gehörig, chirurgisch; ἡ χειρουργική, sc. τέχνη, die Wundarzneikunst

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χειρουργικός — of technical dexterity masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργικός — ή, ό / χειρουργικός, ή, όν, ΝΜΑ [χειρουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρουργούς ή στις εγχειρήσεις (α. «χειρουργική επέμβαση» β. «χειρουργικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η χειρουργική ιατρική ειδικότητα με αντικείμενο τη… …   Dictionary of Greek

  • χειρουργικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χειρούργο ή στη χειρούργηση: Έκαμε μια χειρουργική επέμβαση που πέτυχε απόλυτα. 2. το θηλ. ως ουσ., χειρουργική (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειρουργικῶν — χειρουργικός of technical dexterity fem gen pl χειρουργικός of technical dexterity masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργικόν — χειρουργικός of technical dexterity masc acc sg χειρουργικός of technical dexterity neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργικαί — χειρουργικός of technical dexterity fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργικοί — χειρουργικός of technical dexterity masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργικοῦ — χειρουργικός of technical dexterity masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργικῆς — χειρουργικός of technical dexterity fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργικῇ — χειρουργικός of technical dexterity fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργική — χειρουργικός of technical dexterity fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”